- ντελίριο
- τοπυρετική ή μανιώδης κατάσταση στην οποία περιέρχεται ο άνθρωπος λόγω ασθένειας, ενθουσιασμού, το παραλήρημα κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ντελίριο — το 1. παραλήρημα 2. παράφορο πάθος, παράφορος ενθουσιασμός («ντελίριο ενθουσιασμού κατέλαβε τα πλήθη, μόλις αντίκρυσαν τον αγαπημένο τους τραγουδιστή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. delirio «παραλήρημα» < λατ. delirium «παραλήρημα, μανία» < λατ.… … Dictionary of Greek
παραλήρημα — το, ατος 1. σύμπτωμα διανοητικής σύγχυσης που εκδηλώνεται με φλυαρία, λόγια ασυνάρτητα, παραμιλητό, αλλιώς ντελίριο: Ο πυρετός του έφερε παραλήρημα. 2. μτφ., ακράτητος ομαδικός ενθουσιασμός, ομαδική υστερία: Η υποδοχή του συνοδευόταν με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)